Latest
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ ΓΑΛΑΞΙΔΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ ΓΑΛΑΞΙΔΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γαλαξίδι: Ερμηνεία του ονόματος. Εργασία αναγνώστη

ΓΑΛΑΞΙΔΙ - Ο ΜΙΚΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ
Για την ονομασία του Γαλαξιδίου έχουν γραφεί διάφορες εκδοχές. Δεν είναι πολλές βέβαια αλλά αποτυπώνουν τον προβληματισμό και την προσπάθεια των γαλαξιδιωτών και κάποιων ερευνητών να εξηγήσουν αυτή την περίεργη ονομασία που παραμέμπει στο γάλα και στο ξύδι.
Σαν πιο προφανής αναφέρεται πρώτη η προέλευση του ονόματος από το φυτό γαλατσίδα, το οποίο ευδοκιμούσε στην περιοχή, που ασπάστηκε και ο άγγλος περιηγητής Dodwell δίνοντάς μας τα "φώτα" του οτι δηλαδή ο γαλακτώδης και όξινος χυμός του φυτού ευθύνεται για το όνομα της πόλης.
Άλλοι είπαν για την οικογένεια Γαλαξείδη που είτε ήταν γαιοκτήμονες στην περιοχή, είτε τοπάρχες της βυζαντινής διοίκησης.
Αναφέρεται ακόμα και η γοργόνα Γάλαξα παρμένη απο τις ιστορίες και τους μύθους της λαϊκής παράδοσης.
Είναι γεγονός οτι από την στιγμή που δεν υπάρχουν έγκυρες ιστορικές (και οποσδήποτε οχι μυθολογικές) αναφορές για την προέλευση του ονόματος υπάρχει δυσκολία στην ερμηνεία του και σε κάθε προσπάθεια ετυμολόγησης μπορεί εύλογα να αποδοθεί ο χαρακτηρισμός της εικασίας.
Αυτό που θεωρώ οτι δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα είναι η ταύτιση της αρχής του ονόματος του Γαλαξιδίου με την χρονική στιγμή που πρωτοακούστηκε, τις τότε συνθήκες και τον πλήρως ναυτικό χαρακτήρα της πόλης.
Θα ήταν χρήσιμο να γίνει μια συνδυαστική προσπάθεια διαφόρων παραμέτρων που εκτός της ετυμολογίας αυτής καθαυτής αφορούν και τον κλάδο της σημασιολογίας (1).
Γιατί αφού δεν μπορούμε να πάμε απευθείας σε μια επαρκή ετυμολογική ανάλυση τότε θα πρέπει να αντιστρέψουμε την έρευνα.
Αν προσεγγίσουμε σημασιολογικά τα δεδομένα που έχουμε, εντάξουμε το Γαλαξίδι στην εποχή του και δεν αγνοήσουμε την κύρια δραστηριότητα των κατοίκων θα οδηγηθούμε και σε μια ακριβέστερη προσέγγιση του ίδιου του ονόματος.
Και αυτό γιατί η αντίστροφη έρευνα δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο σε περιπτώσεις που πραγματικά υπάρχει δυσκολία ετυμολόγησης ενός ονόματος ή μιας λέξης.
Π.χ. Δεν θα ήταν επαρκής η ερμηνεία του ονόματος Πειραιάς/Πειραιεύς ( απο το ρήμα περαιώ= περνώ αντίκρυ) αν δεν υπήρχαν ιστορικές αποδείξεις οτι στην απώτερη αρχαιότητα η περιοχή της σημερινής πόλης ήταν νησίδα που χωριζόταν απο την Αττική με μια ρηχή λωρίδα θάλασσας ή έλους και πήρε το όνομά της απο την ανάγκη να χρησιμοποιήσει κάποιος πλωτό μέσον για να φτάσει ως εκεί.
Σύμφωνα με τις πηγές το όνομα Γαλαξίδι πρωτοχρησιμοποιήθηκε μετάξύ του 6ου και 9ου μχ αιώνα, άλλωστε και η ίδρυση της νέας (2) πόλης υπολογίζεται στον 8ο αιώνα.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε αυτές τις, έστω γενικές, χρονολογίες γιατί ταυτίζονται με την περίοδο ακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (8ος-11ος μχ αιώνας) όταν, εν μέσω πολέμων και αυτοκρατορικών δολοπλοκιών, μαζί με τις τέχνες άνθισε ιδιαίτερα και το ναυτικό εμπόριο που τόσο ευσυνείδητα υπηρέτησαν οι γαλαξιδιώτες.
Και ήδη παίρνουμε την πληροφορία απο το "Χρονικό του Γαλαξιδίου" πως γύρω στα 990μχ το Γαλαξίδι ευημερούσε και ήταν "ευμορφοκαστρογυρισμένο, έχοντας και φλότα καραβίων και σπήτια περίσσα".
Η ευημερία που μας περιγράφεται δεν είναι κάτι το στιγμιαίο. Για να φτάσουν σε αυτό το σημείο και να έχουν φλότα (στόλο) καραβιών και σπίτια περίσσια εννοείται οτι υπήρχε παρελθόν ναυτοσύνης και καλοημέρευσης.
Μπορεί τότε το Γαλαξίδι να μην ήταν στην ακμή του, μπορεί ακόμα να μην είχαν οι γαλαξιδιώτες ξανοιχτεί σε μακρινούς προορισμούς γύρω στη Μεσόγειο και μακρύτερα αλλά είχαν καράβια που και εμπορεύματα μετέφεραν και πλούτο αποκόμιζαν. Πάντα μέσα σε ένα βυζαντινό περιβάλλον.
Και τι θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε λέγοντας "βυζαντινό περιβάλλον" ;
Κατ' αρχήν ο όρος "Βυζάντιο" είναι νεολογισμός. Οι κάτοικοι της τότε αυτοκρατορίας αυτοπροσδιορίζονταν ως ρωμαίοι υπήκοοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρ' όλο που ήταν ένα αμάλγαμα εθνοτήτων και γλωσσών.
Και παρ' όλο που από τον 4ο αιώνα ήδη και με επίκεντρο την "ελληνική" Κωνσταντινούπολη η ελληνική γλώσσα είχε αρχίσει να εκτοπίζει την λατινική πολλοί όροι της λατινικής (3) εξελληνίστικαν και παρέμειναν σε χρήση με την ελληνική προφορά τους.
Π.χ. Κομμέρκιον λεγόταν ένας φόρος επί των εμπορικών συναλλαγών που προήλθε από το λατινικό commercium (=εμπόριο) και Δουλκή ήταν το επιδόρπιο των επίσημων γευμάτων απο το λατινικό dulcis (=γλυκός), βλ. dolce vita (=γλυκιά ζωή).
Μια απο τις εξελληνισμένες λατινικές λέξεις αφορά στο όνομα του μεγαλύτερου λιμανιού της Κωνσταντινούπολης, του Γαλατά που ηπήρξε για αιώνες το διακομιστικό εμπορικό κέντρο της αυτοκρατορίας.
Το όνομα Γαλατάς δεν έχει σχέση με το γάλα ούτε με την παραγωγή ή εμπορία γάλακτος (όπως και το Γαλαξίδι δεν έχει σχέση με το γάλα και το ξύδι). Εχει όμως σχέση με το εμπόριο γενικότερα, με την φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων και πολύ περισσότερο με τον χώρο του (κάθε) λιμανιού.
Κι αυτό γιατί προέρχεται απο το λατινικό/ιταλικό "calata" (προφ. καλάτα) που σημαίνει στην ιταλική γλώσσα : το κατέβασμα, ρίξιμο, την κάθοδο και το κυριώτερο για την περίπτωσή μας... την αποβάθρα (=σημείο του λιμανιού που δένουν τα καράβια για να κατεβάσουν εμπορεύματα και επιβάτες).
Κι ας φανταστούμε τώρα το λιμάνι της πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης (4) όπου κατέφθαναν κάθε τόσο καράβια με εμπορεύματα απο τις υπερδυνάμεις της εποχής, τη Γένοβα, τη Βενετία, την Πίζα και οι λατινόφωνοι ναυτικοί χρησιμοποιούσαν τις λέξεις calata και calare (το αντίστοιχο ρήμα που σημαίνει κατεβάζω : αντικείμενα, εμπορεύματα, πανιά, δίχτυα..),  βλ. "Καλάρει ο Ζέππος και βγάζει καλαμάρια".
Πώς θα το απέδιδαν οι ελληνόφωνοι ναύτες, φoρτοεκφορτωτές και έμποροι αυτό το calata; Με τον ίδιο τρόπο που απέδωσαν το κομμέρκιον και τη δουλκή που είδαμε παραπάνω. Tο είπαν γαλατά (ίσως αρχικά με τον τόνο στο μεσαίο α - πράγμα που τελικά ανακάλυψαν οτι δεν τους εξυπηρετούσε φωνητικά). Και έδωσαν έτσι το όνομα στο λιμάνι.
Είναι αξιοσημείωτη η αντικατάσταση ενός ουρανικού συμφώνου/ήχου (c,κ) με ένα άλλο ουρανικό σύμφωνο (γ) για να έχουμε τελικά διαφοροποίηση μόνο στον τονισμό της λέξης (καλάτα-γαλατά).
Και να πούμε εδω οτι το calata είναι αντιδάνειο απο τη ιταλική γλώσσα. Γιατί και οι πρόγονοι των Ιταλών, οι Λατίνοι, με τη σειρά τους το είχαν πάρει απο τους αρχαίους 'Έλληνες αποδίδοντας τη λέξη "κάλαθος" (5)καθώς τα μικρά ή μεγάλα καλάθια ήταν τα τελάρα και τα κιβώτια της εποχής όπου (μαζί με τους αμφορείς) τοποθετούνταν τα εμπορεύματα για να μεταφερθούν, να πωληθουν ή να ανταλλαχθούν.
Αυτή η κίνηση κατεβάσματος (εκφόρτωσης) των γεμάτων εμπορεύματα καλάθων αποδόθηκε στη σειρά, απο 'Ελληνες, Λατίνους και πάλι 'Ελληνες, με τις λέξεις καλάθα> calata>καλατάς>γαλατάς και ταυτίστηκε τελικά με την αποβάθρα όπου στην κυριολεξία τα εμπορεύματα "κατέβαιναν" απο τα πλοία.
Και με αυτό ταυτίζεται και το Γαλαξίδι. Γιατί έχουμε μια ναυτική , απο τα γεννοφάσκια της, πολιτεία που έκανε τα πρώτα της μεγάλα βήματα μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέσα σε αυτό το ανακάτεμα λαών και γλωσσών. Που δεν έμεινε κλεισμένη στον εαυτό της παράγωντας και καταναλώνοντας τοπικά προϊόντα αλλά ξανοίχτηκε και ήρθε σε επαφή με άλλα έθνη, διαφορετικές νοοτροπίες και μια νέα ορολογία ναυτική και εμπορική.
Μπορεί ο προ Γαλαξιδίου οικισμός να ήταν οικισμός ναυτικών που ασχολούνταν με το ψάρεμα, με το εμπόριο και τη μεταφορά επιβατών και ζώων στην απέναντι Πελοπόννησο. Μπορεί ως τότε το χωριό που μετονομάστηκε σε Γαλαξίδι να είχε τον χαρακτήρα της "σκάλας" (λιμανάκι/οικισμός που εξυπηρετεί την ενδοχώρα) αλλά οσο αυτοί οι περατάρηδες μικρέμποροι άνοιγαν πανιά για πιο μακρινά λιμάνια τόσο άνοιγε και το μυαλό τους, προσαρμόζονταν σε νέες καταστάσεις και έπαιρναν ιδέες και όρους. (Η μετέπειτα εξέλιξη επιβεβαιώνει απόλυτα την προσαρμοστηκότητά τους και το εμπορικό τους δαιμόνιο).
Εδώ νομίζω οτι βρίσκεται και η αρχή της "βάπτισης" της πόλης τους σε Γαλαξίδι. Θέλησαν να την ταυτίσουν με τον γνωστό Γαλατά της Πόλης και με ο,τι αυτός συμβόλιζε (6). Στο κατά τι μικρότερο όμως... Για αυτό δεν την είπαν Γαλατά αλλά Γαλατίδιον που σύντομα μετέπεσε, πιο λαϊκά, σε Γαλατίδι και τελικά σε Γαλαξίδι (Γαλαξίδιον για τα επίσημα έγγραφα) μέσα απο την προσαρμογή της καθημερινής ομιλίας προς πιο απλές μορφές έκφρασης.
Αλλά ακόμα κι αν δεν ήταν μιμητές ή φαντασμένοι για να ταυτιστούν με κάτι τόσο μεγάλο όσο το λιμάνι του Γαλατά, ήταν η επαφή τους με τους λατίνους ναυτικούς και εμπόρους που τους οδήγησε στην συγκεκριμένη ονοματοδοσία. Να δώσουν δηλαδή στην πολιτεία/λιμάνι τους το όνομα που εκείνοι χρησιμοποιούσαν για τις αποβάθρες των λιμανιών τους. Πάντα ως προς το μικρότερο βέβαια γιατί φαίνεται οτι είχαν συναίσθηση των μεγεθών.
Τι ήταν το δικό τους Γαλατίδι μπροστά στη Γένοβα, τη Βενετία και τον μεγάλο Γαλατά της Πόλης;
Γιάννης Χριστόπουλος
Δελφοί  2011
-----------------------------
1. Η σημασιολογία μελετά πως οι λέξεις σχετίζονται κυριολεκτικά με τα πράγματα συνδυάζοντας τη γλωσσική περιγραφή με την κατάσταση των πραγμάτων.
2. Στον χώρο του σημερινού Γαλαξιδιού υπήρχε κατά την αρχαιότητα πολιτεία με το όνομα Χάλαιον ή Χάλειον που επίσης επιδιδόταν στο ναυτικό εμπόριο.
3. Λέγοντας λατινική γλώσσα δεν εννοούμε τα αρχαία λατινικά. Αναφερόμαστε σε μια περίοδο που τόσο η ελληνική οσο και η λατινική μετεξελίσσονται στη νέα ελληνική και νέα ιταλική γλώσσα.
4. Ήδη από τον 6ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε τον κεντρικό εμπορικό κόμβο της αυτοκρατορίας.
5. Η αρχαία λατινική χρησιμοποιούσε αυτούσια τη λέξη κάλαθος (calathus) για το καλάθι. Στα σύγχρονα ιταλικά το καλάθι λέγεται calato που ταιριάζει απόλυτα με τη λέξη που αναλύσαμε (calata).
6. Και ο γνωστός μας Γαλατάς της Τροιζηνίας τον ίδιο ακριβώς "χαρακτήρα" έχει. Είναι το λιμάνι/αποβάθρα που εξυπηρετεί μια ολόκληρη περιοχή και την μεταφορά εμπορευμάτων/επιβατών από και πρός το απέναντι νησί του Πόρου.

πηγη : http://karteria1.blogspot.gr/
admin 9:11 μ.μ.

Γαλαξίδι, Με τα μάτια στραμμένα στην θάλασσα

«Πιστεύεις στην μαγεία;» ρώτησε. «Ναι, ειδικά όταν είναι σε μικρές δόσεις». «Φτιάξε τα πράγματα σου, τότε», της είπε. «Φεύγουμε για Γαλαξίδι». Τον κοίταξε με απορία, προσπαθώντας να κρύψει επιμελώς το χαμόγελο που δειλά άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπο της. Σε πέντε λεπτά είχε στριμώξει σε ένα βαλιτσάκι τα απαραίτητα και κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες.

Στην διαδρομή της μίλαγε για ναυτόπουλα και γλαροπούλια, για σκαλιστές γοργόνες σε πέτρινους τοίχους και μύδια αχνιστά και βόλτες που θα έκαναν πιασμένοι χέρι-χέρι, τάζοντας της κύμα και φιλί, ανάσα και κοχύλι. Της είπε για την πρώτη φορά που έφτασε εδώ, μόνος ένα Σάββατο βράδυ που οι δικές του ανάσες στριμώχνονταν στην πόλη. Και πως, αντικρίζοντας τα παλιά καπετανόσπιτα, με τα ακροκέραμα και τα δεκάδες παράθυρα που κοιτούν καρτερικά την θάλασσα, με την υποψία των σκαλιστών επίπλων, των σκονισμένων κρυστάλλων και των φθαρμένων μπαούλων να στοιχειώνει τις πρώτες βόλτες του, αποφάσισε να διανυκτερεύσει εδώ.

«Τι είχε συμβεί;», ακούστηκε χαμηλόφωνα από το διπλανό κάθισμα. «Τίποτα… ήθελα απλώς να μυρίσω την θάλασσα» είπε και δυνάμωσε το τραγούδι που έσκουζε με δυσκολία ανάμεσα στα βογκητά του παλιού Σκαραβαίου. Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά και τότε εκείνος γέλασε μόνος του, καθώς θυμήθηκε πως δεν ήταν ως την επόμενη μέρα, όταν από το παράθυρο του τον υποδέχτηκε ένα συννεφιασμένο και θολό πρωινό, που συνειδητοποίησε ότι εκείνη η μορφή που είχε δει από μακριά να ατενίζει το πέλαγο, δεν ήταν παρά η γυναίκα του ναυτικού, καμωμένη από χαλκό και υπομονή, σύμβολο της γυναικείας καρτερικότητας και απόηχος της ναυτικής παράδοσης του Γαλαξιδιού.


Της είπε την γκάφα του και γέλασε και εκείνη. Ξαναβρήκε αμέσως το κέφι του και πήρε πάλι φόρα. Της είπε, πως καθώς ήταν παιδί ναυτικού, οι άγκυρες και τα κατάρτια ασκούσαν πάνω του μια μυστήρια δύναμη. Και στο Γαλαξίδι, οι άγκυρες είναι παντού και στον παλιό ταρσανά στον Χηρόλακκα κείτονται ακόμα κουφάρια από σκαριά και πως την πρώτη φορά που τα είδε του θύμισαν ξεκοκαλισμένα ψάρια και γέλασαν πάλι. Μετά της είπε για το όμορφο Ναυτικό Μουσείο με τους εκατοντάδες πίνακες, με τα ιστιοφόρα που κάποτε στριμώχνονταν στο μικρό λιμάνι και πως είχε διαβάσει ότι το όνομα της πόλης μάλλον προέρχεται από μια γοργόνα, την Γαλάξα, που μετουσιώθηκε στα επόμενα χρόνια στην Παναγία Γαλάξα την Θαλασσοκρατούσα. Η εικόνα της Παναγιάς ετούτης ήταν ολόδικη τους, γι’αυτό και κοσμούσε κάθε γαλαξιδιώτικο πλοίο, φυλώντας προσευχές και δάκρυα και τάματα.


Τα σύννεφα όλο και πύκνωναν μπροστά τους. Την είδε που σκοτείνιασε με το λυπητερό τραγούδι και τα λόγια του και βάλθηκε να της ξαναλέει αστεία και πειράγματα. Ήξερε πως έπρεπε να την κάνει να γελάει, να της κινεί την περιέργεια συνεχώς. «Το ξέρεις πως το Γαλαξίδι είχε τον δικό του Δον Κιχώτη;» της είπε. «Τον λέγαν καπετάν Θύμιο Σκελετόβραχο και είχε βάλει στόχο να αποδείξει ότι τα πανιά θα νικήσουν τις μηχανές. Μουσκέτα με αλάτι και καρφιά και ναυτικά ξόρκια επιστράτευσε κατά του κυκλώνα, αλλά δεν τα κατάφερε. Χάθηκε στο μάτι του, ευτυχής και κυνηγώντας το όνειρο». «Ναι, το έχω διαβάσει και εγώ το βιβλίο της Εύας Βλάμη», του ψιθύρισε.
«Τι είχε συμβεί;», τον ξαναρώτησε με ακόμα πιο χαμηλή φωνή. «Σου είπα… ήθελα απλώς να μυρίσω την θάλασσα… είχα πεθυμήσει αλμύρα, ουρανό» είπε εκείνος. Το ραδιόφωνο ακουγόταν τώρα σαν να είχε καταπιεί χαλίκια. Το έκλεισε εκνευρισμένος. Ο παλιός Σκαραβαίος βογκούσε ακόμη περισσότερο στην ανηφοριά.

Προς στιγμήν σκέφτηκε ότι δε θα τα κατάφερναν. Εκείνος όμως το είχε πάρει απόφαση, θα έφταναν στον προορισμό τους όπως και να ‘χε. Μετά θυμήθηκε το ηλιακό ρολόι και έπιασε να της λέει την ιστορία του Ηλία Σκούρτη, που στις αρχές του αιώνα είχε σκαλίσει στην Αγία Παρασκευή τον ζωδιακό κύκλο μέσα στην εκκλησιά και πως όλοι τον θεωρούσαν τρελό, μέχρις ότου να γίνουν τα «αποκαλυπτήρια».  Θυμήθηκε όμως, τις λεπτομερείς περιγραφές του βιβλίου και δείλιασε για δευτερόλεπτα. «Υπάρχει όντως;» τον ρώτησε και εκείνος αναθάρρεψε. «Ναι, είναι μέσα στο εκκλησάκι και υπάρχει μια μικρή τρύπα από όπου μπαίνει μια μοναδική αχτίδα φωτός. Καθώς περνά η ώρα, η αχτίδα προχωρά έως ότου φτάνει να στιγματίσει την κάθε μέρα στο ηλιακό ημερολόγιο. Πάντα σωστά».

 Ήξερε πόσο της αρέσουν οι ιστορίες και δεν είχε πέσει έξω. Χαμογελούσε τώρα, το καταλάβαινε από τις ζάρες στην άκρη των ματιών της και ας είχε στρέψει το πρόσωπο της από την άλλη πλευρά, κοιτώντας αδιάφορα έξω από το παράθυρο. Ώρες-ώρες του φαινόταν ότι έπαιζαν σε κάποιο έργο και πως εκείνη έπαιρνε συνεχώς πόζες. Ακόμα και οι σιωπές της του φαίνονταν προσποιητές. Την φανταζόταν τώρα να τρώει θαλασσινά στο Παλιό Λιοτρίβι του 1800 που η οικογένεια Μηνά είχε μετατρέψει σε μια ιδιότυπη γκαλερί-εστιατόριο, με την θάλασσα και τα σύννεφα να απλώνονται μπροστά τους και σχεδόν μάντευε τις κινήσεις της. Θα έπαιζε αφηρημένη με τα μακαρόνια της για αρκετή ώρα, θα έκλεινε τα μάτια κάθε φορά που η γλώσσα της θα άγγιζε την αλμύρα από τα όστρακα, θα γελούσε πνιχτά στο πρώτο ποτήρι κρασί. Μόνο όταν τον ακουμπούσε με τα δάχτυλα της ή του χάριζε χαμόγελα από το πουθενά την ένιωθε πραγματικά εκεί, πραγματικά αληθινή. Και είχε πολύ καιρό να το κάνει.

Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις μιλώντας της για την Σπηλιά στον δρόμο του Ν. Μάμα, με την λαξεμένη στον βράχο είσοδο και τις δύο λιμνούλες που γεμίζουν νερά και αισθάνθηκε ικανοποίηση όταν κατάλαβε πως την είχε αφήσει να αναρωτιέται αν ήταν αλήθεια αυτό που της είπε, ότι δηλαδή την δεκαετία του ’70 η Σπηλιά είχε μετατραπεί σε μπαρ. Είχε πολύ καιρό να δει αυτή την έκφραση στα μάτια της, σχεδόν την είχε ξεχάσει. Ο Σκαραβαίος έστριψε  και μπροστά τους ξεπρόβαλλε το Γαλαξίδι. Από ψηλά διακρίνονταν και τα γύρω νησάκια, η Αψηφιά, ο Πεταλός, η Παναγιά. Τα είχαν καταφέρει.


«Τι είχε συμβεί;», τον ρώτησε ξαφνικά με φωνή βαθιά και κουρασμένη. Την κοίταξε με απορία, μερικά δευτερόλεπτα και όλα θα είχαν πάρει τον δρόμο τους, από πού ερχόταν αυτή η φωνή; «Σταμάτα», του είπε. «Άφησε με στα ΚΤΕΛ». Υπάκουσε χωρίς αντιρρήσεις. Τα σύννεφα τώρα είχαν φωλιάσει μέσα του. Το βλέμμα του κενό, ο δρόμος άδειος. Την άφησε και έφυγε, δεν τον κοίταξε ξανά ούτε στιγμή, άδικα έψαχνε τα μάτια της.


Πήρε τον παραλιακό δρόμο και περπάτησε για κάμποση ώρα σαν υπνωτισμένος, παράλληλα με την θάλασσα, ως τον τάφο του Λοκρού και την Πέρα Πάντα, ώσπου τον έπιασαν οι πρώτες στάλες. Δεν της είπα για τα ζουμπούλια, σκέφτηκε. «Τα μέριζα φυτρώνουν μόνο εδώ, στην Αψηφιά, έτσι μου είχαν πει», του ξέφυγε. Ο γεράκος με το ναυτικό καπέλο του χαμογέλασε με συμπόνια. Κατέβασε τα μάτια με ντροπή και έσπρωξε την πόρτα στο Παλιό Λιοτρίβι, στο μυαλό του ήρθε εκείνο το Σάββατο, τέσσερα χρόνια πριν ήταν ή τρία, γιατί ντράπηκε να της πει; Σιχτίρισε και αμέσως το μετάνιωσε. Την βρήκε να τρώει κελέμια, τα γεμιστά κρεμμύδια που κάποτε είχαν γλυκάνει τον δικό του πόνο. Με τα μάτια στραμμένα στην θάλασσα τον περίμενε.



***Εκείνος και εκείνη, εκτός από το «Παλιό Λιοτρίβι» (τηλ. 22650-41781), μάλλον θα έφαγαν την επόμενη μέρα μπόλικα θαλασσινά πιάτα στον «Σκελετόβραχο» (τηλ. 22650-41303) και βέβαια στο περίφημο «Μπάρκο της Μαρίτσας» (τηλ. 22650-41059). Κάποιος ανέφερε ότι τους είδε να πηγαίνουν ως τον Άγιο Νικόλαο για να θαυμάσουν το υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ ένας κοινός γνωστός τους είδε να μπαίνουν μαζί στο «Καφενείο του Θεμιστοκλή» και τον πιστεύουμε, γιατί σίγουρα θα ήθελαν να ακούσουν ιστορίες για τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Άλεκ Γκίνες, που έρχονταν αμφότεροι στο παλιό καφενείο, όπως ακούγεται. Κάτι μας λέει ότι δεν έφυγαν από το Γαλαξιδι, χωρίς να δοκιμάσουν ρεβανί με ρύζι και γλυκό αμύγδαλο.








~~~ αναδημοσίευση του ωραίου άρθρου για τη πόλη μας  από το menoume-ellada.gr
















admin 12:11 π.μ.

Ο ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΞΙΔΙΟΥ

"Πρόκειται για αξιόλογη κατασκευή κυκλικής διατομής, λιθόκτιστη, που βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην κορυφή του λόφου Γιαννάκης. Είναι ένα σπουδαίο προβιομηχανικό κτίσμα, ένα από τα ελάχιστα δείγματα που βρίσκονται εκτός νησιωτικής χώρας." Τα εξής αναφέρονται στη σελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.
© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού © Διεύθυνση Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς 

 
 Άποψη ανεμόμυλου στη θέση Γιαννάκης στο Γαλαξείδι. 


Στην ίδια σελίδα υπάρχει φωτοθήκη όπου φανερώνει τη πρότερη κατάσταση του ανεμόμυλου πριν την αναστήλωσή του .





Η πρόσβαση απαιτεί ποδαρόδρομο, αλλά πραγματικά αξίζει το κόπο.




Ο πέτρινος ανεμόμυλος είναι πανέμορφος και η θέση του είναι τέτοια που επιτρέπει στους επισκέπτες να δουν ολόκληρη την πόλη.
Πηγή  και φωτ.υλικο: 2steps.gr










και μια καλλιτεχνική απεικόνιση του μύλου από το φακό του φωτογράφου ΑRCHANGEL 



admin 8:19 μ.μ.
Random

Eυχαριστούμε για την επισκεψη .Στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε επισήμανση ,παρατήρηση ή πληροφορία