«Πιστεύεις στην μαγεία;» ρώτησε. «Ναι, ειδικά όταν είναι σε μικρές δόσεις». «Φτιάξε τα πράγματα σου, τότε», της είπε. «Φεύγουμε για Γαλαξίδι». Τον κοίταξε με απορία, προσπαθώντας να κρύψει επιμελώς το χαμόγελο που δειλά άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπο της. Σε πέντε λεπτά είχε στριμώξει σε ένα βαλιτσάκι τα απαραίτητα και κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες.

«Τι είχε συμβεί;», ακούστηκε χαμηλόφωνα από το διπλανό κάθισμα. «Τίποτα… ήθελα απλώς να μυρίσω την θάλασσα» είπε και δυνάμωσε το τραγούδι που έσκουζε με δυσκολία ανάμεσα στα βογκητά του παλιού Σκαραβαίου. Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά και τότε εκείνος γέλασε μόνος του, καθώς θυμήθηκε πως δεν ήταν ως την επόμενη μέρα, όταν από το παράθυρο του τον υποδέχτηκε ένα συννεφιασμένο και θολό πρωινό, που συνειδητοποίησε ότι εκείνη η μορφή που είχε δει από μακριά να ατενίζει το πέλαγο, δεν ήταν παρά η γυναίκα του ναυτικού, καμωμένη από χαλκό και υπομονή, σύμβολο της γυναικείας καρτερικότητας και απόηχος της ναυτικής παράδοσης του Γαλαξιδιού.

Της είπε την γκάφα του και γέλασε και εκείνη. Ξαναβρήκε αμέσως το κέφι του και πήρε πάλι φόρα. Της είπε, πως καθώς ήταν παιδί ναυτικού, οι άγκυρες και τα κατάρτια ασκούσαν πάνω του μια μυστήρια δύναμη. Και στο Γαλαξίδι, οι άγκυρες είναι παντού και στον παλιό ταρσανά στον Χηρόλακκα κείτονται ακόμα κουφάρια από σκαριά και πως την πρώτη φορά που τα είδε του θύμισαν ξεκοκαλισμένα ψάρια και γέλασαν πάλι. Μετά της είπε για το όμορφο Ναυτικό Μουσείο με τους εκατοντάδες πίνακες, με τα ιστιοφόρα που κάποτε στριμώχνονταν στο μικρό λιμάνι και πως είχε διαβάσει ότι το όνομα της πόλης μάλλον προέρχεται από μια γοργόνα, την Γαλάξα, που μετουσιώθηκε στα επόμενα χρόνια στην Παναγία Γαλάξα την Θαλασσοκρατούσα. Η εικόνα της Παναγιάς ετούτης ήταν ολόδικη τους, γι’αυτό και κοσμούσε κάθε γαλαξιδιώτικο πλοίο, φυλώντας προσευχές και δάκρυα και τάματα.
Τα σύννεφα όλο και πύκνωναν μπροστά τους. Την είδε που σκοτείνιασε με το λυπητερό τραγούδι και τα λόγια του και βάλθηκε να της ξαναλέει αστεία και πειράγματα. Ήξερε πως έπρεπε να την κάνει να γελάει, να της κινεί την περιέργεια συνεχώς. «Το ξέρεις πως το Γαλαξίδι είχε τον δικό του Δον Κιχώτη;» της είπε. «Τον λέγαν καπετάν Θύμιο Σκελετόβραχο και είχε βάλει στόχο να αποδείξει ότι τα πανιά θα νικήσουν τις μηχανές. Μουσκέτα με αλάτι και καρφιά και ναυτικά ξόρκια επιστράτευσε κατά του κυκλώνα, αλλά δεν τα κατάφερε. Χάθηκε στο μάτι του, ευτυχής και κυνηγώντας το όνειρο». «Ναι, το έχω διαβάσει και εγώ το βιβλίο της Εύας Βλάμη», του ψιθύρισε.
«Τι είχε συμβεί;», τον ξαναρώτησε με ακόμα πιο χαμηλή φωνή. «Σου είπα… ήθελα απλώς να μυρίσω την θάλασσα… είχα πεθυμήσει αλμύρα, ουρανό» είπε εκείνος. Το ραδιόφωνο ακουγόταν τώρα σαν να είχε καταπιεί χαλίκια. Το έκλεισε εκνευρισμένος. Ο παλιός Σκαραβαίος βογκούσε ακόμη περισσότερο στην ανηφοριά.



«Τι είχε συμβεί;», τον ρώτησε ξαφνικά με φωνή βαθιά και κουρασμένη. Την κοίταξε με απορία, μερικά δευτερόλεπτα και όλα θα είχαν πάρει τον δρόμο τους, από πού ερχόταν αυτή η φωνή; «Σταμάτα», του είπε. «Άφησε με στα ΚΤΕΛ». Υπάκουσε χωρίς αντιρρήσεις. Τα σύννεφα τώρα είχαν φωλιάσει μέσα του. Το βλέμμα του κενό, ο δρόμος άδειος. Την άφησε και έφυγε, δεν τον κοίταξε ξανά ούτε στιγμή, άδικα έψαχνε τα μάτια της.

Πήρε τον παραλιακό δρόμο και περπάτησε για κάμποση ώρα σαν υπνωτισμένος, παράλληλα με την θάλασσα, ως τον τάφο του Λοκρού και την Πέρα Πάντα, ώσπου τον έπιασαν οι πρώτες στάλες. Δεν της είπα για τα ζουμπούλια, σκέφτηκε. «Τα μέριζα φυτρώνουν μόνο εδώ, στην Αψηφιά, έτσι μου είχαν πει», του ξέφυγε. Ο γεράκος με το ναυτικό καπέλο του χαμογέλασε με συμπόνια. Κατέβασε τα μάτια με ντροπή και έσπρωξε την πόρτα στο Παλιό Λιοτρίβι, στο μυαλό του ήρθε εκείνο το Σάββατο, τέσσερα χρόνια πριν ήταν ή τρία, γιατί ντράπηκε να της πει; Σιχτίρισε και αμέσως το μετάνιωσε. Την βρήκε να τρώει κελέμια, τα γεμιστά κρεμμύδια που κάποτε είχαν γλυκάνει τον δικό του πόνο. Με τα μάτια στραμμένα στην θάλασσα τον περίμενε.


~~~ αναδημοσίευση του ωραίου άρθρου για τη πόλη μας από το menoume-ellada.gr