Γαλαξίδι, Με τα μάτια στραμμένα στην θάλασσα

«Πιστεύεις στην μαγεία;» ρώτησε. «Ναι, ειδικά όταν είναι σε μικρές δόσεις». «Φτιάξε τα πράγματα σου, τότε», της είπε. «Φεύγουμε για Γαλαξίδι». Τον κοίταξε με απορία, προσπαθώντας να κρύψει επιμελώς το χαμόγελο που δειλά άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπο της. Σε πέντε λεπτά είχε στριμώξει σε ένα βαλιτσάκι τα απαραίτητα και κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες.

Στην διαδρομή της μίλαγε για ναυτόπουλα και γλαροπούλια, για σκαλιστές γοργόνες σε πέτρινους τοίχους και μύδια αχνιστά και βόλτες που θα έκαναν πιασμένοι χέρι-χέρι, τάζοντας της κύμα και φιλί, ανάσα και κοχύλι. Της είπε για την πρώτη φορά που έφτασε εδώ, μόνος ένα Σάββατο βράδυ που οι δικές του ανάσες στριμώχνονταν στην πόλη. Και πως, αντικρίζοντας τα παλιά καπετανόσπιτα, με τα ακροκέραμα και τα δεκάδες παράθυρα που κοιτούν καρτερικά την θάλασσα, με την υποψία των σκαλιστών επίπλων, των σκονισμένων κρυστάλλων και των φθαρμένων μπαούλων να στοιχειώνει τις πρώτες βόλτες του, αποφάσισε να διανυκτερεύσει εδώ.

«Τι είχε συμβεί;», ακούστηκε χαμηλόφωνα από το διπλανό κάθισμα. «Τίποτα… ήθελα απλώς να μυρίσω την θάλασσα» είπε και δυνάμωσε το τραγούδι που έσκουζε με δυσκολία ανάμεσα στα βογκητά του παλιού Σκαραβαίου. Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά και τότε εκείνος γέλασε μόνος του, καθώς θυμήθηκε πως δεν ήταν ως την επόμενη μέρα, όταν από το παράθυρο του τον υποδέχτηκε ένα συννεφιασμένο και θολό πρωινό, που συνειδητοποίησε ότι εκείνη η μορφή που είχε δει από μακριά να ατενίζει το πέλαγο, δεν ήταν παρά η γυναίκα του ναυτικού, καμωμένη από χαλκό και υπομονή, σύμβολο της γυναικείας καρτερικότητας και απόηχος της ναυτικής παράδοσης του Γαλαξιδιού.


Της είπε την γκάφα του και γέλασε και εκείνη. Ξαναβρήκε αμέσως το κέφι του και πήρε πάλι φόρα. Της είπε, πως καθώς ήταν παιδί ναυτικού, οι άγκυρες και τα κατάρτια ασκούσαν πάνω του μια μυστήρια δύναμη. Και στο Γαλαξίδι, οι άγκυρες είναι παντού και στον παλιό ταρσανά στον Χηρόλακκα κείτονται ακόμα κουφάρια από σκαριά και πως την πρώτη φορά που τα είδε του θύμισαν ξεκοκαλισμένα ψάρια και γέλασαν πάλι. Μετά της είπε για το όμορφο Ναυτικό Μουσείο με τους εκατοντάδες πίνακες, με τα ιστιοφόρα που κάποτε στριμώχνονταν στο μικρό λιμάνι και πως είχε διαβάσει ότι το όνομα της πόλης μάλλον προέρχεται από μια γοργόνα, την Γαλάξα, που μετουσιώθηκε στα επόμενα χρόνια στην Παναγία Γαλάξα την Θαλασσοκρατούσα. Η εικόνα της Παναγιάς ετούτης ήταν ολόδικη τους, γι’αυτό και κοσμούσε κάθε γαλαξιδιώτικο πλοίο, φυλώντας προσευχές και δάκρυα και τάματα.


Τα σύννεφα όλο και πύκνωναν μπροστά τους. Την είδε που σκοτείνιασε με το λυπητερό τραγούδι και τα λόγια του και βάλθηκε να της ξαναλέει αστεία και πειράγματα. Ήξερε πως έπρεπε να την κάνει να γελάει, να της κινεί την περιέργεια συνεχώς. «Το ξέρεις πως το Γαλαξίδι είχε τον δικό του Δον Κιχώτη;» της είπε. «Τον λέγαν καπετάν Θύμιο Σκελετόβραχο και είχε βάλει στόχο να αποδείξει ότι τα πανιά θα νικήσουν τις μηχανές. Μουσκέτα με αλάτι και καρφιά και ναυτικά ξόρκια επιστράτευσε κατά του κυκλώνα, αλλά δεν τα κατάφερε. Χάθηκε στο μάτι του, ευτυχής και κυνηγώντας το όνειρο». «Ναι, το έχω διαβάσει και εγώ το βιβλίο της Εύας Βλάμη», του ψιθύρισε.
«Τι είχε συμβεί;», τον ξαναρώτησε με ακόμα πιο χαμηλή φωνή. «Σου είπα… ήθελα απλώς να μυρίσω την θάλασσα… είχα πεθυμήσει αλμύρα, ουρανό» είπε εκείνος. Το ραδιόφωνο ακουγόταν τώρα σαν να είχε καταπιεί χαλίκια. Το έκλεισε εκνευρισμένος. Ο παλιός Σκαραβαίος βογκούσε ακόμη περισσότερο στην ανηφοριά.

Προς στιγμήν σκέφτηκε ότι δε θα τα κατάφερναν. Εκείνος όμως το είχε πάρει απόφαση, θα έφταναν στον προορισμό τους όπως και να ‘χε. Μετά θυμήθηκε το ηλιακό ρολόι και έπιασε να της λέει την ιστορία του Ηλία Σκούρτη, που στις αρχές του αιώνα είχε σκαλίσει στην Αγία Παρασκευή τον ζωδιακό κύκλο μέσα στην εκκλησιά και πως όλοι τον θεωρούσαν τρελό, μέχρις ότου να γίνουν τα «αποκαλυπτήρια».  Θυμήθηκε όμως, τις λεπτομερείς περιγραφές του βιβλίου και δείλιασε για δευτερόλεπτα. «Υπάρχει όντως;» τον ρώτησε και εκείνος αναθάρρεψε. «Ναι, είναι μέσα στο εκκλησάκι και υπάρχει μια μικρή τρύπα από όπου μπαίνει μια μοναδική αχτίδα φωτός. Καθώς περνά η ώρα, η αχτίδα προχωρά έως ότου φτάνει να στιγματίσει την κάθε μέρα στο ηλιακό ημερολόγιο. Πάντα σωστά».

 Ήξερε πόσο της αρέσουν οι ιστορίες και δεν είχε πέσει έξω. Χαμογελούσε τώρα, το καταλάβαινε από τις ζάρες στην άκρη των ματιών της και ας είχε στρέψει το πρόσωπο της από την άλλη πλευρά, κοιτώντας αδιάφορα έξω από το παράθυρο. Ώρες-ώρες του φαινόταν ότι έπαιζαν σε κάποιο έργο και πως εκείνη έπαιρνε συνεχώς πόζες. Ακόμα και οι σιωπές της του φαίνονταν προσποιητές. Την φανταζόταν τώρα να τρώει θαλασσινά στο Παλιό Λιοτρίβι του 1800 που η οικογένεια Μηνά είχε μετατρέψει σε μια ιδιότυπη γκαλερί-εστιατόριο, με την θάλασσα και τα σύννεφα να απλώνονται μπροστά τους και σχεδόν μάντευε τις κινήσεις της. Θα έπαιζε αφηρημένη με τα μακαρόνια της για αρκετή ώρα, θα έκλεινε τα μάτια κάθε φορά που η γλώσσα της θα άγγιζε την αλμύρα από τα όστρακα, θα γελούσε πνιχτά στο πρώτο ποτήρι κρασί. Μόνο όταν τον ακουμπούσε με τα δάχτυλα της ή του χάριζε χαμόγελα από το πουθενά την ένιωθε πραγματικά εκεί, πραγματικά αληθινή. Και είχε πολύ καιρό να το κάνει.

Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις μιλώντας της για την Σπηλιά στον δρόμο του Ν. Μάμα, με την λαξεμένη στον βράχο είσοδο και τις δύο λιμνούλες που γεμίζουν νερά και αισθάνθηκε ικανοποίηση όταν κατάλαβε πως την είχε αφήσει να αναρωτιέται αν ήταν αλήθεια αυτό που της είπε, ότι δηλαδή την δεκαετία του ’70 η Σπηλιά είχε μετατραπεί σε μπαρ. Είχε πολύ καιρό να δει αυτή την έκφραση στα μάτια της, σχεδόν την είχε ξεχάσει. Ο Σκαραβαίος έστριψε  και μπροστά τους ξεπρόβαλλε το Γαλαξίδι. Από ψηλά διακρίνονταν και τα γύρω νησάκια, η Αψηφιά, ο Πεταλός, η Παναγιά. Τα είχαν καταφέρει.


«Τι είχε συμβεί;», τον ρώτησε ξαφνικά με φωνή βαθιά και κουρασμένη. Την κοίταξε με απορία, μερικά δευτερόλεπτα και όλα θα είχαν πάρει τον δρόμο τους, από πού ερχόταν αυτή η φωνή; «Σταμάτα», του είπε. «Άφησε με στα ΚΤΕΛ». Υπάκουσε χωρίς αντιρρήσεις. Τα σύννεφα τώρα είχαν φωλιάσει μέσα του. Το βλέμμα του κενό, ο δρόμος άδειος. Την άφησε και έφυγε, δεν τον κοίταξε ξανά ούτε στιγμή, άδικα έψαχνε τα μάτια της.


Πήρε τον παραλιακό δρόμο και περπάτησε για κάμποση ώρα σαν υπνωτισμένος, παράλληλα με την θάλασσα, ως τον τάφο του Λοκρού και την Πέρα Πάντα, ώσπου τον έπιασαν οι πρώτες στάλες. Δεν της είπα για τα ζουμπούλια, σκέφτηκε. «Τα μέριζα φυτρώνουν μόνο εδώ, στην Αψηφιά, έτσι μου είχαν πει», του ξέφυγε. Ο γεράκος με το ναυτικό καπέλο του χαμογέλασε με συμπόνια. Κατέβασε τα μάτια με ντροπή και έσπρωξε την πόρτα στο Παλιό Λιοτρίβι, στο μυαλό του ήρθε εκείνο το Σάββατο, τέσσερα χρόνια πριν ήταν ή τρία, γιατί ντράπηκε να της πει; Σιχτίρισε και αμέσως το μετάνιωσε. Την βρήκε να τρώει κελέμια, τα γεμιστά κρεμμύδια που κάποτε είχαν γλυκάνει τον δικό του πόνο. Με τα μάτια στραμμένα στην θάλασσα τον περίμενε.



***Εκείνος και εκείνη, εκτός από το «Παλιό Λιοτρίβι» (τηλ. 22650-41781), μάλλον θα έφαγαν την επόμενη μέρα μπόλικα θαλασσινά πιάτα στον «Σκελετόβραχο» (τηλ. 22650-41303) και βέβαια στο περίφημο «Μπάρκο της Μαρίτσας» (τηλ. 22650-41059). Κάποιος ανέφερε ότι τους είδε να πηγαίνουν ως τον Άγιο Νικόλαο για να θαυμάσουν το υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ ένας κοινός γνωστός τους είδε να μπαίνουν μαζί στο «Καφενείο του Θεμιστοκλή» και τον πιστεύουμε, γιατί σίγουρα θα ήθελαν να ακούσουν ιστορίες για τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Άλεκ Γκίνες, που έρχονταν αμφότεροι στο παλιό καφενείο, όπως ακούγεται. Κάτι μας λέει ότι δεν έφυγαν από το Γαλαξιδι, χωρίς να δοκιμάσουν ρεβανί με ρύζι και γλυκό αμύγδαλο.








~~~ αναδημοσίευση του ωραίου άρθρου για τη πόλη μας  από το menoume-ellada.gr
















Eυχαριστούμε για την επισκεψη .Στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε επισήμανση ,παρατήρηση ή πληροφορία